Ιστορικά Στοιχεία

Η θέση των αρχαίων Καλινδοίων, γνωστή στους ντόπιους με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια, βρίσκεται περί τα 2 χλμ. Νότια των Ν.Καλινδοίων. Ο χώρος αυτός ανήκε στην αρχαιότητα στην περιοχή της Βοττικής.

Η αρχαία πόλη εντοπίζεται σε δύο γειτονικές τούμπες που υπάρχουν εκεί, αλλά και στην πεδινή έκταση γύρω από αυτές. Η μικρότερη από τις τούμπες, που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο ποτάμι Βασμούρας, καλύπτει προϊστορικό οικισμό, ενώ η μεγαλύτερη στα δυτικά της (που σχηματίζει στην επιφάνεια της μεγάλο πλάτωμα, έχοντας στην ουσία τη μορφή τράπεζας), κατοικήθηκε από τα αρχαϊκά τουλάχιστον χρόνια. Στα κλασικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, η πόλη αυξήθηκε σημαντικά και επεκτάθηκε στην πεδινή έκταση γύρω από τις τούμπες, κυρίως προς τα δυτικά τους. Τούτο συμπεραίνεται τόσο από το πλήθος των τυχαίων ευρημάτων, που ήρθαν κατά καιρούς στο φως με την καλλιέργεια των χωραφιών (μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, αγάλματα, ανάγλυφες στήλες, επιγραφές, νομίσματα κτλ.), όσο και από της μικρής κλίμακας ανασκαφικές έρευνες, που έγιναν μέχρι τώρα, σε διάφορα σημεία του χώρου.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκαν τα αρχαία Καλίνδοια. Η πρώτη γραπτή αναφορά της πόλης
προέρχεται από μία επιγραφή που βρέθηκε στην Ακρόπολη και χρονολογείται το 422π.Χ., στην περίοδο δηλαδή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αφορά σε μία συνθήκη συμμαχίας, που έγινε τότε μεταξύ των Αθηναίων και ορισμένων πόλεων της Βοττικής, ανάμεσα στις οποίες ήταν και τα Καλίνδοια. Δεύτερη μαρτυρία για την πόλη έχουμε ένα χρόνο αργότερα, το 421π.Χ., στον κατάλογο του συμμαχικού φόρου. Πολύ αργότερα (360/59 π.Χ.), τα Καλίνδοια συναντώνται στον κατάλογο των θεαροδόκων της Επιδαύρου. Ως θεαροδόκος της πόλης αναφέρεται εδώ κάποιος Παυσανίας, πιθανότατα ο διεκδικητής του μακεδονικού θρόνου, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι είχε καταφύγει στα Καλίνδοια. Μία τελευταία αναφορά της πόλης, αλλά πολύ μεταγενέστερη, προέρχεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, που την κατατάσσει ανάμεσα στις πόλεις της Μυγδονίας.
Σταθμό στην ιστορία της έρευνας της πόλης αποτελεί η εύρεση στο χώρο, πριν 25 περίπου χρόνια, της ιδιαίτερα σημαντικής επιγραφής των Καλινδοίων (Αριθ. Καταλόγου 1). Με βάση αυτή την επιγραφή, που χρονολογείται στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε από την Ιουλία Βοκοτοπούλου και η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου στο Καλαμωτό με την πόλη των Καλινδοίων.

Βοττιαίοι και Βοττική: Η μετακίνηση μίας πληθυσμιακής ομάδας

Οι πληροφορίες μας από τις γραμματειακές πηγές για την περιοχή της αρχαίας Βοττικής είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Το ίδιο συγκεχυμένα είναι και τα όρια της. Η εδαφική της επικράτεια θα πρέπει να εκτεινόταν στα βόρεια της Ολύνθου στη Xαλκιδική, ενδοχώρα μέχρι τα όρη που όριζαν τη χερσόνησο, με κυριότεροαπό αυτά την οροσειρά του Χολομώντα (Εικ.20). Η περιοχή αυτή της μακεδονικής ενδοχώρας ονομάστηκε έτσι μετά την εγκατάσταση εκεί των Βοττιαίων, των κατοίκων της χώρας της Βοττιαίας, περιοχής κοντάστην Ημαθία όπου κατά τον 5ο προχριστιανικό αιώνα ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αρχέλαο η πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου Πέλλα. Η περιοχή της Βοττιαίας, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, κατοικούνταν κυρίως από Θράκες, τους οποίους οι Μακεδόνες απώθησαν ανατολικότερα για να εγκατασταθούν οι ίδιοι εκεί, εγκαθιδρύοντας το βασίλειο

τους. Κατά την εποχή των μηδικών πολέμων στην περιοχή της Βοττικής υπαγόταν και η Όλυνθος, την οποία ο στρατηγός του Μεγάλου Βασιλέως Αρτάβαζος απέσπασε και την παρέδωσε στους αποίκους της Χαλκιδικής από τη νότια Ελλάδα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Θουκιδίδη (1.65.3)
όταν το 432 π.Χ. η Βοττική αποστάτησε μαζί με τις αποικίες της Χαλκιδικής ερημώθηκε από τους Αθηναίους. Μια δεύτερηεπίθεση των Αθηναίων στην περιοχή αποκρούστηκε στην πόλη Σπάρτωλο, στη νότια Βοττική, ενώ το ίδιο έτος εισέβαλε ο στρατός του βασιλιά των Θρακών Σιτάλκη ( Θουκ. 2.101.1). Ήδη κατά τους ολυνθιακούς πολέμους η Βοττική θεωρούνταν μακεδονική περιοχή. Για τον λόγο αυτό λεηλατήθηκε από τον Χαρίδημο το 349 π.Χ. Κατά τον Παπάζογλου, η θέση της Βοττικής μπορεί να προσδιοριστεί κατά προσέγγιση, σε συνδυασμό με τις γραμματειακές πηγές. Στον Ηρόδοτο (8.127) παραδίδεται ότι το 479 π.Χ. οι Βοττιαίοι εκχώρησαν την Όλυνθο στους Χαλκιδείς. Από αυτή την πληροφορία προκύπτει ότι οι Βοττιαίοι ήταν γείτονες με τους Χαλκιδείς. Ένας όρος (λίθινο όριο μεταξύ περιοχών) του 5ου-4ου αι. π.Χ. με την επιγραφή Βοττικοίς έδειχνε αναμφίβολα το νοτιοδυτικό όριο της επικράτειας τους. Ο Θουκιδίδης (2.99.3) αναφέρει “Βοττιαίους, οι νύν Χαλκιδέων οικουσιν”. Στα βόρεια, το μοίρασμα των υδάτινων πόρων ανάμεσα στα όρη Κάλαυρος και Βάβδος αποτελούσε ένα λογικό φυσικό όριο της επικράτειας της Βοττικής. Ωστόσο, ο Zahrnt μετέθεσε τα όρια της ακόμη βορειότερα, περιλαμβάνοντας έτσι εκεί τα Καλίνδοια, άποψη η οποία επιβεβαιώθηκε με την επιγραφή του 1983 από το Καλαμωτό (Αριθ. Καταλόγου 1). Τα Καλίνδοια είναι η μοναδική πόλη της Βοττικής που μαρτυρείται και κατά τη ρωμαϊκή εποχή και μάλιστα ως πόλη της γειτονικής Μυγδονίας. Από τις άλλες πόλεις που μαρτυρούνται στην περιοχή της Βοττικής, η Σπάρτωλος, το Αιόλειον, το Πλεύμα, η Πράσιλος, η Σίνος καμιά δεν συνεχίζει τον βίο της κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Πιθανόν η επικράτεια της Βοττικής να συγχωνεύτηκε σε μεταγενέστερους χρόνους με τη Μυγδονία. Άλλωστε, το
όνομα της Βοττικής δεν απαντά πλέον μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Μια αναφορά των Καλινδοίων στον Πτολεμαίο (3,12,33) φέρεται ως επεξηγηματικός υπότιτλος κάτω από το όνομα της Μυγδονίας. Ωστόσο, δύο πρώιμες πηγές όπου αναφέρονταιτα Καλίνδοια παραδίδουν διαφορετικές πληροφορίες ως προς
την τοπογραφική τους ένταξη. Στην επιγραφή (IGI₂, 90) της συμμαχίας ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Βοττιαίους, του έτους 422 π.Χ., τα Καλίνδοια μαζί με δύο άλλες πόλεις (Τριποαί και Καμακαί) αναφέρονται ως πόλεις της Βοττικής, ενώ στον κατάλογο των θεωροδόκων της Επιδαύρου (IGIV₂ 1, 94 Ib, 13,10-16), γύρω στα 360 π.Χ., τα Καλίνδοια συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στις πόλεις της Χαλκιδικής. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη δυσκολία προσδιορισμού των ορίων ανάμεσα στις περιοχές αυτές τυης αρχαιότητας, οι οποίες φαίνεται ότι αυξομειωνόταν σε διάφορες εποχές. Τα τυχαία ευρήματα από το Καλαμωτό και ησυστηματική ανασκαφική έρευνα των τελευταίων χρόνων έρχονται να επιβεβαιώσουν και να συμπληρώσουν με θαυμαστό τρόπο τις ενίοτε ολιγόλογες και συχνά σιβυλλικές πληροφορίες των πηγών.Ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των γλυπτών και των επιγραφών που παραδόθηκαν παλαιότερα ή βρέθηκαν στην ανασκαφή, καταδεικνύει τον πλούτο και την ακμή της πόλης. Η ανασκαφή ενό δημόσιου συγκροτήματος, το οποίο είναι πιθανότατα ενταγμένο στην αγορά της πόλης, αποτελεί μοναδική δεξαμενή άντλησης δεδομένων για το δημόσιο βίοκαι την καλλιτεχνική, και δη τη γλυπτική, παραγωγή ενός τόπου της Μακεδονίας. Η σημασία της αποκάλυψης των Καλινδοίων, μιας πόλης της Βοττικής γνωστής μόνο από τις πηγές, αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα καθώς έρχονται στο φως σημαντικές πληροφορίες για τους θεσμούς, τη λειτουργία, τις λατρείες, την καθημερινή ζωή και τα ταφικά έθιμα ενός ακμαίου αστικού κέντρου της ενδοχώρας του μακεδονικού βασιλείου. Μια πόλη της Μακεδονίδος γης αναδύεται από το σκοτάδι, ξετυλίγοντας αργά, σταθερά και απρόσμενα τον μίτο της ιστορίας της.

Επιγραφή του ιερέα Αγαθάνορος αφιερωμένη στον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα (Η επιγραφή των Καλινδοίων)

Αριθμός Ευρετηρίου: ΜΘ 9220 Προέλευση: Καλίνδοια (Το επάνω τμήμα παραδόθηκε το 1982, το κάτω τμήμα βρέθηκε σε ανασκαφή το 1983) Διαστάσεις: Ύψος 1,38 μ., μέγιστο πλάτος 0,37μ., πάχος 0,08μ. Χρονολόγηση: 334/333 εώς 304/303 π.Χ.

[Ἀγαθά]νωρ Ἀγάθων[ος]
[ἱερητε]ύσας <ας>Ἀσκληπιῶι,
[Ἀπόλλ]ωνι ἀνέθηκεν.
[Οἳδε]ἱερεῖς ἐγένοντο
5 [ἀφ’ο]ὗ βασιλεύς Ἀλέξαν-
δρος ἔδωκε Μακεδόσι
Καλίνδοια καὶ τὰ χωρία
τὰ περὶ Καλίνδοια Θαμίσ-
κιαν, Καμακαίαν, Τριπο-
10 ᾶτιν: Σίβρας Ἡροδώρου,
Τρωΐλος Ἀντιγόνου,
Καλλίας Ἀπολλωνίου,
Ἱκκότας Γύρτου,
Ἡγήσιππος Νικοξένου,
15 Λυκοῦργος Νικάνορος,
Ἀγαθάνωρ Ἀγάθωνο[ς],
Μενέλαος Μενάνδ[ρου],
Ἀντίγονος Μενάνδρ[ου],
Ἀντιμένων Μενάνδρ[ου],
20 Κράτιππος Εὐρυτίο[υ],
Γῦλις Εὐ(ρ)υτίου,
Κανούν Ἀσσα[_]μίκου,
Κερτίμμας Κρίθωνο[ς],
Φιλώτας Λεων[ίδου],
25 Πτολέμμας Μ[_ _ _ _ _],
Μύας Φιλίς[κου],
Ἁμερίας Κυδ[ία],
Πάσων Σκύθ[ου],
Φίλαργος Μενά[νδρου],
30 Γυδίας Κρίθων[ος],
Φιλόξενος Ε[_ _ _ _ _],
Περδίκκας Ἀμμα[δίσκου],
Νικάνωρ Νικά[νορος],
Νικάνωρ Σώς[ο]υ,
35 Fαδδῦς Ἀστίων[ος],
Ἀντιφάνης Σώς[_ _ _ _],
Παρμενίων Ἀλ[_ _ _]
Γλαυκίας Δαβρ[εία],
Ἅρπαλος Φα[_ _ _ _].

Μαρμάρινη ενεπίγραφη στήλη, ελλιπής στο άνω αριστερό και κάτω δεξιό της μέρος.

Το κείμενο της επιγραφής, σε 39 συνολικά στίχους, δεν χαράχθηκε ενιαίο, αλλά σταδιακά. Η επιγραφή αποτελεί κατάλογο ιερέων του Ασκληπιού στα Καλίνδοια. Εξαιρετικά σημαντική επιγραφή, από την οποία ταυτίστηκε για πρώτη φορά ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού με τα αρχαία Καλίνδοια. Σύμφωνα με το κείμενο, ο ιερέας Αγαθάνωρ αφιερώνει στον θεό Απόλλωνα, την κύρια θεότητα των Καλινδοίων, τη συγκεκριμένη στήλη με τα ονόματα 30 συνολικά ιερέων του Ασκληπιού, από τους οποίους οι έξι αναγράφονται πριν και οι υπόλοιποι 23 μετά το δικό του όνομα. Χρονική αφετηρία του καταλόγου των ιερέων αποτελεί το έτος 334/33 π.Χ., τότε δηλαδή που ο βασιλιάς Αλέξανδρος Γ΄ ( ο Μέγας) παραχώρησε στους Μακεδόνες ή ενσωμάτωσε στο μακεδονικό βασίλειο την πόλη των Καλινδοίων και τις γύρω από αυτήν περιοχές, δηλ. την Θαμισκιά, την Καμακαία και την Τριποάτιν. Η στήλη έχει αρχειακή αξία, αφού οι 30 ετήσιοι ιερείς του καταλόγου αποτελούσαν παράλληλα και τους επώνυμους άρχοντες της πόλης των Καλινδοίων, από το 334/33 έως το 303 π.Χ. Κατά τα άλλα, αξιοσημείωτος στη στήλη είναι ο μεγάλος αριθμός ελληνικών μακεδονικών ονομάτων (π.χ. Κερτίμμας, Φιλώτας, Πτολέμμας, Περδίκκας, Άρπαλος,Παρμενίων κτλ.), ενώ πρέπει ακόμα να επισημάνουμε ότι αρκετά ονόματα της επιγραφής εμφανίζονται για πρώτη γενικά φορά στην ελληνική προσωπογραφία.

Άγαλμα θωρακοφόρου, πιθανόν του Οκταβιανού Αυγούστου

Αριθμός Ευρετηρίου: ΜΘ 2663 Προέλευση: Καλίνδοια (παράδοση 1961) Διαστάσεις: Ύψος 1,66 μ. Χρονολόγηση: Τελευταία εικοσαετία του 1ου αι. π.Χ.
Το άγαλμα, λίγο μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους, είναι από πεντελικό μάρμαρο, εξαιρετικής τέχνης και αποδίδει όρθιο θωρακοφόρο άνδρα στον τύπο του στρατηγού. Εκτός από το κεφάλι, λείπουν ολόκληρο το δεξιό και το

αριστερό άκρο αριστερό χέρι, το μεγαλύτερο μέρος του
αριστερού και το άκρο δεξιό πόδι, καθώς και η κάτω απόληξη της χλαμύδας (paludamentum), που, αναδιπλωμένη πάνω στον αριστερό ώμο, κρέμεται τυλιγμένη στον προβαλλόμενο μπροστά αριστερό βραχίονα. Στη δεξιά επωμίδα που διακρίνεται, αποδίδεται κεραυνός, που αποτελεί σύμβολο του Δία, αλλά και των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ο θώρακας που, κατά ασυνήθιστο τρόπο, είναι ακόσμητος, φέρει στο κάτω μέρος δύο σειρές μακρόστενες (και δερμάτινες υποτίθεται) λωρίδες, η πρώτη κοντή και η κατώτερη πολύ μακριά. Κάτω από τον θώρακα, η μορφή φορούσε χειριδωτό χιτωνίσκο (tunica), που διακρίνεται πάνω από τα γόνατα και στον βραχίονα του σωζόμενου αριστερού χεριού. Στο σωζόμενο τμήμα της κνήμης του δεξιού σκέλους, διακρίνονται μερικώς οι ιμάντες για το δέσιμο του υποδήματος (calceuspatricii). Με βάση το τιμητικό ψήφισμα του1 μ.Χ. από τα Καλίνδοια , όπου αναφέρεται ότι ο τιμώμενος Απολλώνιος (που χρημάτισε ιερέας στο ναό του Δία, της Ρώμης και του Αυγούστου) «και Καίσαρος ἄγαλμα κατασκεύασεν» ( στ.35), η πρόσφατη επιστημονική έρευνα ταύτισε το συγκεκριμένο άγαλμα με τον Οταβιανό Αύγουστο, στην εποχή και προς τιμήν του οποίου ιδρύθηκε και το Σεβαστείο της πόλης. Επειδή είναι πολύ πιθανό το άγαλμα να είναι λατρευτικό, δεν αποκλείεται να ήταν στημένο στο Σεβαστείο, που ανασκάπτεται τα τελευταία χρόνια. Τις περισσότερες πιθανότητες γι’ αυτό, τις συγκεντρώνει ο χώρος Β του Σεβαστείου και για άλλους λόγους, κυρίως όμως επειδή στο μέσο του πίσω τοίχου αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο κτιστό βάθρο, από το οποίο είναι σαφές ότι έχει αποξηλωθεί το λατρευτικό άγαλμα, που πιθανότατα ήταν αυτό που περιγράψαμε.
Κατά την ανασκαφή που έκανε ο αρχαιολόγος κύριος Κώστας Σισμανίδης το 2010, η οποία
συνεχίστηκε χάρις στην οικονομική συνδρομή του ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ ΝΕΩΝ ΚΑΛΙΝΔΟΙΩΝ, βρέθηκαν δύο κεφαλές. Η μία, εικονιστική κεφαλή -αδημοσίευτη ακόμη- μαρμάρινου αγάλματος, υπερφυσικού μεγέθους του τέλους του 1ου αιών.π.Χ. βρέθηκε μπροστά από το συγκρότημα του Σεβαστείου. Η κεφαλή ταιριάζει απόλυτα στον εξαιρετικό κορμό του ακέφαλου αγάλματος που ήδη εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και εθεωρείτο, μέχρι την εύρεση της κεφαλής του, ότι ανήκε σε άγαλμα του Οκταβιανού Αυγούστου, άποψη που τώρα αναιρείται. Η δεύτερη κεφαλή είναι μέρος χάλκινου αγάλματος φυσικού μεγέθους και φαίνεται ότι αποδίδει μάλλον κάποιον τοπικό άρχοντα.

Το ασβεστοκάμινο

Η σπαραγματική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν όλα σχεδόν τα μαρμάρινα γλυπτά στο συγκρότημα του Σεβαστείου διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν στη λειτουργία εκεί ενός ασβεστοκαμίνου (Εικ. 3), του οποίου μάλιστα η χρήση διεκόπη ξαφνικά, όπως προκύπτει από τα ημιασβεστοποιημένα και μη θραύσματα των γλυπτών, με τα οποία βρέθηκε γεμάτο. Βεβαιώθηκε ότι το ασβεστοκάμινο λειτούργησε αμέσως μετά την οριστική καταστροφή του Σεβαστείου, λίγο πριν δηλαδή από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Ως προς τα χαρακτηριστικά του, το καμίνι είναι κυκλικού σχήματος, με εξωτερική διάμετρο 3 μ. και χτίστηκε αμέσως έξω και σε επαφή με τον πίσω τοίχο του

χώρου Δ. Στο μέσο αυτού του τοίχου, ανοίχτηκε μία είσοδος που αποτελούσε το στόμιο του καμινιού, ύψους 1,50 μ. και πλάτους 0,70 μ. Τα αργιλικά του τοιχώματα έχουν πάχος 0,10-0,20 μ. και σώθηκαν σε ύψος 1,50 μ. Προσκολλημένος στο εσωτερικό τοίχωμα του καμινιού, υπάρχει ένας χτιστός περιμετρικός δακτύλιος (ύψους 0,70 και πλάτους 0,30 μ.), προορισμένος για την τοποθέτηση μικρού μεγέθους μαρμάρινων θραυσμάτων προς ασβεστοποίηση. Για τη στήριξη της πήλινης εσχάρας του, υπάρχουν στο κέντρο του θαλάμου, δύο όμοια τετράγωνα πεσσόσχημα στηρίγματα. Βρέθηκαν καλυμμένα, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο πυθμένας, με παχύ στρώμα στάχτης. Μεγάλες ποσότητες στάχτης υπήρχαν και μπροστά στο καμίνι, στον προστομιαίο δηλαδή χώρο του, όπου συγκεντρωνόταν η καύσιμη ξυλεία και κινούνταν οι εργάτες τροφοδοσίας του. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσες φορές χρησιμοποιήθηκε το ασβεστοκάμινο και, κατά συνέπεια, πόσο μεγάλος αριθμός αγαλμάτων και μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών θρυμματίστηκε βίαια, για την παραγωγή ασβέστου. Με μια πρώτη ωστόσο διαλογή, που έγινε στο μεγάλο πλήθος των μαρμάρινων θραυσμάτων, τα οποία βρέθηκαν κυρίως μέσα, αλλά και μπροστά στο ασβεστοκάμινο, αναγνωρίστηκαν 500 τουλάχιστον τμήματα αγαλμάτων, αρχιτεκτονικών μελών, ακόμη και επιγραφών. Πολλά άλλα είναι μη αναγνωρίσιμα, είτε επειδή προέρχονται από τον πυρήνα αγαλμάτων ή μεγάλων αρχιτεκτονικών γλυπτών, είτε ακόμη επειδή σε αυτά η διαδικασία της ασβεστοποίησης είχε προχωρήση σε μεγάλο βαθμό.

Κεφαλή από άγαλμα του Αυγούστου

Η μαρμάρινη κεφαλή, που ήταν ένθετη και ανήκε σε άγαλμα μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους, διατηρείται σε καλή κατάσταση. Σώθηκε μαζί με το λαιμό και με ένα συμφυές δισκοειδές τμήμα του στήθους και των ώμων παρακάτω, στην επιφάνεια του οποίου υπάρχει ένα μεγάλο κυκλικό έξαρμα που περιβάλλει το λαιμό και αποδίδει προφανώς τη πλαστική απόληξη του θώρακα, με τον οποίο θα αποδιδόταν ο αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο μέρος του δισκοειδούς αυτού τμήματος βρέθηκε αποκομμένο και συγκολλήθηκε. Στη δεξιά πλευρά του λαιμού και στο σημείο συγκόλλησης, λείπει ένα μικρό τριγωνικό τμήμα μαρμάρου. Λείπουν ακόμη το άκρο της μύτης, μέρος του πτερυγίου από το αριστερό αυτί, τμήμα της κόμης πάνω απ’ αυτό και μικρά κομμάτια μαρμάρου στη γραμμή συγκόλλησης του λαιμού.  Η απόδοση της

κεφαλής έγινε κατά τον τύπο Primaporta, που είναι και ο πιο συχνός στα πορτρέτα του Οκταβιανού Αύγουστου. Τα κοντά μαλλιά, σε μικρούς καμπύλους βοστρύχους, είναι χτενισμένα προς τα εμπρός, με τα συνηθισμένα ανοίγματα πάνω από το υψηλό μέτωπο, που αποδίδεται ελαφρά διογκωμένο πάνω από τις κόγχες των ματιών. Μπροστά από τ’ αυτιά αποδόθηκε από ένας μηνοειδής βόστρυχος. Στο πάνω καιστο πίσω μέρος της κεφαλής, η κόμμωση έχει δεχθεί αδρή επεξεργασία και ο διαχωρισμός των βοστρύχων είναι υποτυπώδης, πράγμα που πιθανόν σημαίνει ότι το άγαλμα ήταν στημένο μπροστά από κάποιον τοίχο και η λεπτομέρεια αυτή έμενε αθέατη. Το πρόσωπο είναι τριγωνικό, με μαλακούς πλαστικούς όγκους και μεγάλες επιφάνειες. Η διαχωριστική γραμμή των χειλιών είναι φαρδιά κι έγινε με μικρό τρυπάνι, όπως και οι δύο άλλες κοιλότητες στα άκρατους, αλλά και μία μεγαλύτερη στο πηγούνι. Τα μάτια, με <σακούλες> από κάτω, είναι μεγάλα με βαριά βλέφαρα. Η σάρκα του προσώπου ρυτιδώνεται στην περιοχή των ρινοπαρειακών αυλακών και στο σαγόνι. Μία μεγάλη οριζόντια ρυτίδα υπάρχει και στο μέτωπο, δύο μικρές και σχεδόν κάθετες ανάμεσα στα τοξωτά φρύδια και δύο τελευταίες στην δεξιά πλευρά του λαιμού, με κατεύθυνση παράλληλη της παρειάς. Από διάφορες λεπτομέρειες στο γλυπτό ( πλαστικό περιχείλωμα γύρω από το λαιμό, ελαφρά στροφή της κεφαλής προς τα δεξιά, ρυτίδες στις παρειές και στο λαιμό), προκύπτει σχεδόν με βεβαιότητα ότι ο Αύγουστος θα αποδιδόταν ως θωρακοφόρος και με ανασηκωμένο το δεξί του χέρι. Σε αντίθεση επίσης με τον γνωστό θωρακοφόρο Αύγουστο της PrimaPorta που είναι ανυπόδητος, αυτός των Καλινδοίων φορούσε υποδήματα και θα ήταν στημένος, ως συνήθως, κατά τον πολυκλείτειο τρόπο. Ως προς τη θέση που θα είχε ο ανδριάντας μέσα στο χώρο του Γ Σεβαστείου όπου βρέθηκε, τις περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το πρόσθετο βάθρο του δεξιού (βόρειου) τοίχου, λόγω και των συνθηκών εύρεσης, αλλά και του γεγονότος ότι έτσι η πίσω αδιαμόρφωτη πλευρά της κεφαλής του (και ίσως όλου του σώματος) δεν θα ήταν ορατή. Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο άγαλμα πρέπει να αποτελεί μεταθανάτιο έργο που δημιουργήθηκε μάλλον κατά την εποχή των Φλαβίων, σε αντίθεση με τον άλλο θωρακοφόρο (Αύγουστο) που είδαμε, ο οποίος χρονολογείται ακριβώς στα χρόνια του Αυγούστου.

Γυναικεία κεφαλή, πιθανόν της Φλαβίας Μύστας

Η μαρμάρινη κεφαλή που σώζεται μαζί με το λαιμό, προέρχεται από το άγαλμα φυσικού μεγέθους και ήταν ένθετη. Διατηρείται σχεδόν ακέραια και σε άριστη κατάσταση, με μια μικρή απόκρουση στη μύτη και στον κρωβύλο της κορυφής, όπου ένα θραύσμα έχει συγκολληθεί. Το έργο έχει δεχθεί πολύ καλή λείανση της επιδερμίδας. Το ωοειδές πρόσωπο, με απαλούς και χαλαρούς πλαστικούς όγκους, φανερώνει μεν την τρυφερότητα της γυναικείας σάρκας, υπάρχουν όμως μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που, σε συνδυασμό και με την αυστηρότητα και

σοβαρότητα που εμπνέει το πρόσωπο, προδίδουν την ηλικία της ώριμης γυναίκας. Τέτοιες λεπτομέρειες είναι οι έντονες και διπλές ρινοπαρειακές ρυτίδες και τα σφιχτά χείλη της μορφής, που καταλήγουν στα άκρα του μικρού στόματος σε μικρές βαθιές κοιλότητες. Στην περιοχή των ματιών το πλάσιμο είναι αφύσικα σκληρό, με οξείες γωνίες που φτάνουν μέχρι τουςκροτάφους. Τα μάτια αποδόθηκαν μεγάλα και αμυγδαλωτά, τα βλέφαρα βαριά, τα φρύδια τοξωτά και η μύτη ίσια. Τα αυτιάκαλύπτονται κατά το ήμισυ από την επιτηδευμένη κόμη, η οποία, πάνω από το πλατύ μέτωπο της μορφής, στεφανώνει το κεφάλι σε σχήμα μηνίσκου, με πολυάριθμους συστρεφόμενους πλαστικούς βοστρυχίσκους, σε τέσσερις ή πέντε δυσδιάκριτες σειρές. Καλή επεξεργασία έχουν δεχθεί αυτοί οι βοστριχίσκοι μόνον στην περιφέρεια του προσώπου, στη συνέχεια όμως και προς την κορυφή της κεφαλής η απόδοση της κόμης γίνεται πολύ αδρή και συνοπτική. Πίσω από τον ημικυλινδρικό μηνίσκομε τους βοστρύχους, τα μαλλιά αποδίδονται συμβατικά κατά την <πεπονοειδή> διευθέτηση, πριν καταλήξουν στον πλατύ κυκλικό κρωβύλο της κορυφής. Σε μια φαρδιά ζώνη πάνω από τον αυχένα και πρινμαζευτούν στον κρωβύλο, τα μαλλιά αποδόθηκανμε απλές αυλακώσεις. Η αδρή επεξεργασία του μαρμάρου στο πίσω μέρος του λαιμού, φανερώνει ότι ο κορμός του αγάλματος στο οποίο ήταν ένθετη η κεφαλή, έφθανε αρκετά ψηλότερα από την πλάτη της μορφής. Το πορτραίτο, μολονότι έχει τα χαρακτηριστικά της εποχής των Φλαβίων, δεν ταυτίζεται με κάποιο μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας και το πιθανότερο είναι ότι ήταν ιδιωτικό. Επειδή από τον ίδιο χώρο Γ του Σεβαστείου των Καλινδοίων προέρχεται και μία ναθηματική επιγραφή του 86 μ.Χ., στην οποία, εκτός των άλλωνσημαντικών, αναφέρεται ότι κάποια Φλαβία Μύστα και τα δυο της παιδιά ανήγειραν το ναό στον οποίο και «το γένος…ἀνάκειται», θεωρείται πολύ πιθανόν ότι το άγαλμα απεικόνιζε αυτήν ακριβώς την Μύστα. Πιθανότατα στο μεγάλο βάθρο του πίσω τοίχου του χώρου Γ, είχαν στηθεί τα αγάλματα της ίδιας και των μελών της οικογένειας της, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή.

Κεφαλή από άγαλμα του Μελέαγρου

Η μαρμάρινη κεφαλή σώθηκε σε πολύ καλή κατάσταση μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του λαιμού. Το γλυπτό είναι εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας και έχει δεχθεί πολύ καλή επεξεργασία, αλλά και επιμελημένη λείανση. Έχει λίγες αποκρούσεις σε ορισμένους βοστρύχους της κόμης και στο πτερύγιο του δεξιού αυτιού. Η κεφαλή παρουσιάζει ελαφρά κλίση προς τα αριστερά, γεγονός που δείχνει το λαιμό τεταμένο στην δεξιά πλευρά και χαλαρό στην αντίστοιχη αριστερή, δημιουργώντας παράλληλα στο μέσο της μπροστινής του πλευράς, μια μικρή οριζόντια αυλάκωση σαν

ρυτίδα. Προέρχεται από άγαλμα μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους και αποδίδει σφριγηλό, καλλίκομο και γαλήνιο νέο άνδρα, με όμορφο ωοειδές πρόσωπο, ευρύ μέτωπο, αμυγδαλωτά μάτια με καλοσχηματισμένα βλέφαρα και τοξωτά φρύδια, ίσια μύτη, μισάνοιχτο στόμα και μικρό προεξέχον πηγούνι. Τα μαλλιά είναι πλούσια και κοντά, διευθετημένα ατημελώς σε πυκνούς συστρεφόμενουε βοστρύχους. Πάνω από το μέτωπο αποδόθηκαν ανασηκωμένα, στον αριστερό κρόταφο προς τα πίσω, στον αντίστοιχο δεξιό (που έχει δεχθεί και καλύτερη επεξεργασία) προς τα κάτω, όπως άλλωστε και στο πίσω μέρος της κεφαλής, όπου οι βόστρυχοι πέφτουν σε επάλληλες σειρές. Σιγμοειδής βόστρυχοι υπάρχουν και μπροστά από τα αυτιά, ενώ στην κορυφή της κεφαλής αποδίδονται μακρύτεροι, σε πυκνή ακτινωτή διάταξη. Ο διαχωρισμός των βοστρύχων με βαθιές αυλακώσεις και η δημιουργία μικρών οπών σε αρκετά σημεία τους προδίδουν έντονη χρήση τρυπανιού, γεγονός που διαπιστώνεται άλλωστε και στα βλέφαρα, στα ρουθούνια της μύτης, στη βαθιά διαχωριστική γραμμή των χειλιών και στις κοιλότητες των άκρων τους. Όσον αφορά την ταύτιση της μορφής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κεφάλι ανήκε σε άγαλμα που απεικόνιζε τον μυθικό ήρωα Μελέαγρο, σύμφωνα με τον τύπο που, κατά πολλούς μελετητές, δημιούργησε ο Σκόπας, ο μεγάλος Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον τύπο αυτό του αγάλματος, που τον γνωρίζουμε από αρκετά ρωμαϊκά αντίγραφα ξένων μουσείων (Βερολίνου, Βατικανού, VillaMedici, Καίμπριτζ κτλ.), ο Μελέαγρος, ύστερα από την εξόντωση του τρομερού Καλυδωνίου κάπρου, παριστάνεται όρθιος και γυμνός, με στάσιμο το δεξί και άνετο το αριστερό του σκέλος. Σε θέση ανάπαυσης και με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, φέρει το δεξί του χέρι πίσω από την πλάτη, ενώ με το κατεβασμένο αριστερό κρατά το φονικό του δόρυ ακουμπισμένο στο έδαφος. Κρίνοντας φυσικά μόνον από το κεφάλι που διασώθηκε, ο Μελέαγρος των Καλινδοίων δείχνει να αποτελεί ένα από τα καλύτερα αντίγραφα αυτού του σκοπαδικού έργου. Το 1999 και το 2002 αντίστοιχα, είχαν παραδοθεί από κατοίκους του Καλαμωτού δύο μαρμάρινα τμήματα από γυμνό ανδρικό άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους, τα οποία, σύμφωνα με τους παραδώσαντες, είχαν βρεθεί στην περιοχή του συγκροτήματος του Σεβαστείου. Το πρώτο και μεγαλύτερο από αυτά, συνολικού ύψους 0,70μ., αποδίδει το μεγαλύτερο μέρος του δεξιού ποδιού του αγάλματος (απώ το πάνω μέρος του μηρού μέχρι το μέσο της κνήμης), ενώ το δεύτερο τμήμα (ΜΘ 21933) είναι μικρότερο με ύψος 0,45μ. και αποδίδει τον αντίστοιχο μηρό του ίδιου αγάλματος, από τη γένεση του στο πάνω μέρος λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Μετά την εύρεση πρόσφατα της κεφαλής του Μελεάγρου, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα δύο προαναφερθέντα κομμάτια ανήκουν στο ίδιο άγαλμα, προερχόμενα, το μεν πρώτο, από το δεξιό στάσιμο σκέλος του ήρωα, το δε άλλο από το άνετο αριστερό του. Παρά την σχετικά κακή τους διατήρηση(ιδιαίτερα του αριστερού μηρού), όλα τα στοιχεία τους συμφωνούν για την απόδοσή τους στο άγαλμα του Μελέαγρου: το μέγεθος τους, το ίδιο θασίτικο μάρμαρο, η ποιότητα της κατεργασίας και κυρίωςτα στυλιστικά τους χαρακτηριστικά. Ειδικά ως προς τα τελευταία, διαφωτιστική πολύ είναι η σύγκριση με άλλα σωζόμενα αντίγραφα του ίδιου έργου, ιδιαίτερα δε με το Μελέαγρο του Μουσείου του Βερολίνου, με τον οποίο το άγαλμα των Καλινδοίων φαίνεται ότι παρουσιάζει τις μεγαλύτερες ομοιότητες. Όπως μάλιστα σε εκείνον, έτσι ακριβώς και στον Μελέαγρο των Καλινδοίων, το δεξί πόδι του ήρωα είναι δουλεμένο σύμφωνα με το στήριγμα του στο πίσω μέρος, το οποίο φθάνει (και στις δύο περιπτώσεις) μέχριτο πάνω μέρος του μηρού. Η μόνη διαφορά έγκειται στο είδος αυτού του στηρίγματος, που, στο μεν άγαλμα του Βερολίνου έχει τη μορφή κορμού δέντρου, ενώ στο αντίστοιχο των Καλινδοίων αποδόθηκε ως απλή, σχεδόν παραλληλεπίπεδη στήλη, που παρακολουθεί τις καμπύλες του ποδιού στο πίσω μέρος. Και από τεχνική ακόμη άποψη, χαρακτηριστική και όμοια και στα δύο αντίγραφα είναι η σύνδεση των δύο ποδιών του ήρωα με πουντέλο, και μάλιστα στο ίδιο σημείο των κνημών τους. Στο άγαλμα των Καλινδοίων τούτο συνάγεται από ένα περίπουτετράγωνο αποτύπωμα που άφησε το σπασμένο πουντέλο, στην εσωτερική πλευρά του στηρίγματος, η οποία, πρέπει να σημειωθεί, έχει δεχθεί αδρή επεξεργασία, έτσι ώστε να είναι εμφανή τα ίχνη του λιθοξοϊκού εργαλείου.

Δώδεκα ειδώλια της Θεάς Αφροδίτης

Διατηρούνται σε εντυπωσιακά καλή κατάσταση, εφόσον φαίνεται ότι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί και προέρχονται, κατά πάσα πιθανότητα, απευθείας από το εργαστήριο κοροπλαστικής που τα κατασκεύασε. Αποδίδουν όλα τη θεά Αφροδίτη, γυμνή ή σχεδόν γυμνή και σε όρθια στάση. Στηρίζονται σε συμφυή υψηλή βάση, που στα εννέα ειδώλια είναι κυκλική και στα άλλα τρία ημικυκλική. Όλα, εκτός από τρία, φέρουν στο πίσω μέρος κυκλική οπή εξαερισμού και έχουν αδιαμόρφωτη την πίσω τους πλευρά, εκτός μόνον από δύο, στα οποία δηλώνονται αδρά οι πτυχές του ιματίου. Η θεά αποδίδεται σ’ όλα τα ειδώλια με περίτεχνη κόμμωση (διαφορετική όμως κατά τύπο) και με μακριούς χοντρούς βοστρύχους που φθάνουν μέχρι τους ώμους. Στο σύνολο των δώδεκα ειδωλίων, διακρίνονται οι εξής τέσσερις διαφορετικοί τύποι:
Α. Έξι ειδώλια παριστάνουν τη θεά με στάσιμο το αριστερό και άνετο το δεξί πόδι, να κρατά στο αριστερό της χέρι έναν μικρό Έρωτα. Το ιμάτιο καλύπτει μόνον το πίσω μέρος και το δεξί πόδι της θεάς. Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την ομοιότητα στον τύπο, δεν φαίνεται να βγήκαν όλα από την ίδια μήτρα, αφού παρουσιάζουν μικροδιαφορές μεταξύ τους, ακόμη και στο μέγεθος.

Β. Σε τρία όμοια μεταξύ τους ειδώλια, η θεά στηρίζεται σε τετράπλευρο βωμό δεξιά της και συγκρατεί με τα δυο της χέρια το ιμάτιο, το οποίο φαίνεται να ανεμίζει δημιουργώντας κυκλικό βάθος πίσω από την πλάτη και το κεφάλι της. Κατά τα άλλα, η απόδοση του γυμνού σώματος και των ποδιών της θεάς, είναι όμοια με εκείνη του πρώτου τύπου. Στην πίσω πλευρά των ειδωλίων και κάτω από την οπή εξαερισμού, υπάρχει χαρακτό, σε δύο στίχους, το όνομα του κοροπλάστη: Ἀπελλῆς.
Γ. Στον τρίτο τύπο ανήκουν δύο όμοια ειδώλια της Αφροδίτης, που, όπως και τα προηγούμενα, φέρουν στο πίσω μέρος την επιγραφή Ἀπελλῆς . Η θεά στηρίζεται με το δεξί της χέρι σε υψηλό τετράπλευρο βωμό, με το ανασηκωμένο αριστερό της συγκρατεί την άκρη του ιματίου της, το οποίο καλύπτει το πίσω μέρος της και το εμπρός από τους μηρούς και κάτω και φέρει σταυρωτά το δεξί της άνετο πόδι πάνω από το στάσιμο αριστερό.
Δ. Ένα μόνον ειδώλιο αντιπροσωπεύει τον τέταρτο τύπο, που παρουσιάζει αρκετές διαφορές από τους προηγούμενους, ακόμη κι ως προς την ποιότητα της απόδοσης, αφού οι λεπτομέρειες εδώ δίνονται πιο αδρά. Η θεά, που δεν έχει τις ραδινές αναλογίες των προηγούμενων ειδωλίων, εικονίζεται γυμνή σ’ ολόκληρο το μπροστινό μέρος του σώματος της, αφού το ιμάτιο που κρατά με το ανασηκωμένο δεξί της χέρι, καλύπτει μόνον την πίσω της πλευρά, δημιουργώντας μάλιστα ένα ευρύτερο ωοειδές πλαίσιο. Με το άλλο της χέρι η θεά στηρίζεται σε βωμό που υπάρχει αριστερά της. Στην πίσω πλευρά του ειδωλίου και σε δύο στίχους, υπάρχει η επιγραφή Μαξίμου. Πρόκειται για τη υπογραφή του ίδιου κοροπλάστη, που συναντάμε και σε ειδώλιο πετεινού (Αριθ. Καταλόγου 42).

Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Νέων Καλινδοίων

Τα Νέα Καλίνδοια είναι ένα πεδινό χωριό της Επαρχίας Λαγκαδά, του Νομού Θεσσαλονίκης, της δημοτικής ενότητας Καλινδοίων, του Δήμου Λαγκαδά . Απέχει μόλις 50χλμ.από τη Θεσσαλονίκη. Η παλαιοντολογική έκθεση δημιουργήθηκε το 2001, στο κτίριο της πρώην κοινότητας του Καλαμωτού. Η θεσμοθέτηση του ως Μουσείου Φυσικής Ιστορίας έγινε το 2003, από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας(Φ.Ε.Κ. 524/5-5-2003). Το υλικό αποτέλεσε τον πυρήνα της δημιουργίας του μουσείου αυτού είναι τα απολιθωμένα οτά ζώων που ήλθαν στο φως

από τις συστηματικές παλαιοντολογικές ανασκαφές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην περιοχή. Το καλοκαίρι του 2000 πραγματοποιήθηκαν αναγνωριστικές ανασκαφές στην περιοχή, σε διάφορες θέσεις και έφεραν
στο φως απολιθωμένα οστά ζώων που έζησαν στην περιοχή πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. Οι παλαιοντολογικές έρευνες και ανασκαφές συνεχίζονται υπό τη διεύθυνση της παλαιοντολόγου Δρος Ευαγγελίας Τσουκαλά αναπληρώτριας καθηγήτριας Α.Π.Θ.Η μία θέση (KLT) εντοπίζεται περίπου 2χλμ. ΝΑ από τα Νέα Καλίνδοια, στο ρέμα Βασμούρας, δίπλα στα Αρχαία Καλίνδοια, όπου βρέθηκαν μέχρι σήμερα απολιθωμένα οστά ελέφαντα,ρινόκερου, ιπποπόταμου, μεγαλόκερου, κόκκινου ελαφιού, δαμαλίδος, βίσονα, αλόγου, λύκου, μαχαιρόδοντα και γιγαντιαίας ύαινας. Στη δεύτερη θέση (KAL),1χλμ. από τα Νέα Καλίνδοια, στην περιοχή “Χιλιόδεντρα” εντοπίστηκαν απολιθωμένα οστά από ελέφαντα, ιπποπόταμο, άλογο, μεγαλόκερο, ελάφι, βίσονα και ρινόκερο. Η σύνθεση της παλαιοπανίδας της περιοχής δείχνει ότι το παλαιοπεριβάλλον ήταν σαβάνα όπου υπήρχαν πολλές λίμνες και το κλίμα ήταν θερμό και υγρό.

Πηγές, 1.Βιβλίο: “Τα Καλίνδοια. Μια αρχαία πόλη στη Μακεδονία”, 2.Περιοδικό ‘ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ’